- βαρύφθογγος
- βᾰρῠ-φθογγος, ον,A loud-roaring,
λέων h.Ven.159
, B.8.9; deep-lowing, of cows, Arist.GA787a33; β. νευρά loud-twanging bowstring, Pi.I.6(5).34; deep-toned,αὐλοί AP6.51
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λέων h.Ven.159
, B.8.9; deep-lowing, of cows, Arist.GA787a33; β. νευρά loud-twanging bowstring, Pi.I.6(5).34; deep-toned,αὐλοί AP6.51
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαρύφθογγος — βαρύφθογγος, ον (Α) 1. αυτός που βγάζει βαρύ, δυνατά ήχο 2. «βαρύφθογγοι αὐλοί» με βαρείς, χαμηλούς φθόγγους … Dictionary of Greek
βαρύφθογγος — loud roaring masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύφθογγον — βαρύφθογγος loud roaring masc/fem acc sg βαρύφθογγος loud roaring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυφθόγγοιο — βαρύφθογγος loud roaring masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυφθόγγοις — βαρύφθογγος loud roaring masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυφθόγγου — βαρύφθογγος loud roaring masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυφθόγγους — βαρύφθογγος loud roaring masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυφθόγγων — βαρύφθογγος loud roaring masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύφθογγα — βαρύφθογγος loud roaring neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύφθογγοι — βαρύφθογγος loud roaring masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφθογγος — ἄφθογγος, ον (Α) 1. άφωνος, άλαλος 2. άφατος, άρρητος 3. «ἄφθογγος ἄγγελος» ο πυρσός, η δάδα 4. «ἄφθογγα γράμματα» τα άηχα, τα άφωνα γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φθογγος < φθόγγος, φθογγή (πρβλ. βαρύφθογγος, εύφθογγος, καλλίφθογγος] … Dictionary of Greek